- απονοσφι
- ἀπονόσφιἀπο-νόσφι(ν)Iadv. отдельно, в стороне, врозь Hom.IIpraep. cum gen. вдали от
(φίλων ἀ. ὀλέσθαι Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(φίλων ἀ. ὀλέσθαι Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απονόσφι — ἀπονόσφι(ν) (τοπ. επίρρ.) (Α) μακριά από, χωριστά («φίλων ἀπονόσφι όλέσθαι, Όμηρος). [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + επίρρ. νόσφι «μακριά, χωρίς»] … Dictionary of Greek
ἀπονόσφι — far apart indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονόσφιν — ἀπονόσφι far apart indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απονοσφίζω — ἀπονοσφίζω (Α) [απονόσφι] 1. αποστερώ, αποκλείω κάποιον από κάτι 2. αφαιρώ, αρπάζω 3. προσπαθώ να διώξω μακριά μου … Dictionary of Greek
κατίσχω — και καταΐσχω (Α) 1. κρατώ πίσω, εμποδίζω, συγκρατώ («ἑλίσσεται ἔνθα καὶ ἔνθα... οὐδὲ κατίσχει», Ομ. Ιλ.) 2. οδηγώ προς μια κατεύθυνση («ἐς πατρίδα γαῑαν νῆα κατισχέμεναι», Ομ. Οδ.) 3. προσορμίζομαι, αράζω («ὁρμηθέντες αὐτόθεν κατίσχουσιν ἐς τὰς… … Dictionary of Greek